γανιάζω — γανιάζω, γάνιασα, γανιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γανιάζω — (I) και γκανιάζω και κανιάζω [γάνια] κλαίω γοερά, βραχνιάζω και μου δημιουργείται αίσθημα πνιγμού (γάνιασε τό παιδί να κλαίει»). (II) [γανιά] 1. (για μετάλλινα αντικείμενα) μαυρίζω, σκουριάζω 2. λερώνω, βρομίζω κάτι 3. χάνω την καθαρότητά μου… … Dictionary of Greek
γιανιάζω — γανιάζω, βραχνιάζω … Dictionary of Greek
γαριάζω — και γαρίζω (Μ γαρίζω) 1. λερώνω, λιγδιάζω («τό γάριασες το πουκάμισο») 2. (αμτβ., για ενδύματα κυρίως λευκά) παίρνω χρώμα κιτρινωπό από το κακό πλύσιμο, γανιάζω 3. μελανιάζω απ το κλάμα, γανιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαριάζω < γάρος ή < γαριά και… … Dictionary of Greek
ασπρογαλιάζω — και γανιάζω έχω ή παίρνω λευκό ή σχεδόν λευκό χρώμα («πέλαα που ασπρογαλιάζουν», Κ. Παλαμάς). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ασπρογαλιάζω < άσπρος + ουσ. γάλα, με παρετυμολογία, ενώ ο τ. ασπρογανιάζω < άσπρος + ουσ. γάνος (Ησύχ.) «λάμψη, λευκότητα»] … Dictionary of Greek
γάνος — (I) το (Α γάνος) λάμψη, ακτινοβολία αρχ. 1. χαρά, ευχαρίστηση, καύχημα 2. νερό, κρασί ή μέλι καθαρό, με λαμπερό χρώμα («Ἀσωποῡ γάνος», «γάνος... μελίσσης», Ευρ. «παλαιᾱς ἀμπέλου γάνος», Αισχ). [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματικό όνομα του γάνυμαι*, κατά το ουδ. σε … Dictionary of Greek